- συνεισηγούμενος
- συνεισηγέομαιhelp in introducingpres part mp masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνεισηγούμαι — έομαι, Α [εἰσηγοῡμαι] εισηγούμαι, προτείνω κάτι μαζί με κάποιον άλλον («ὑποτιθέμενος καὶ συνεισηγούμενος... λόγους... χρηστούς», Πλούτ.) … Dictionary of Greek